Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Οδυσσέα Νίκου, Δικηγόρου

Η ανάγκη επιστροφής στις βασικές αξίες και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει σήμερα η Ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία.

Ενώ ακόμη δεν έχει κοπάσει ο θόρυβος από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, για τον τρόπο με τον οποίο το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού προσέγγιζε τα γεγονότα της ιστορίας του λαού μας, αλλά και για την εισαγωγή νέων, προσωπικών και ελεγχόμενων επιστημονικά, μεθοδολογικών προσεγγίσεων του ιστορικού γίγνεσθαι, οι τρέχουσες εξελίξεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και ειδικότερα αυτές που σχετίζονται με το γειτονικό κρατίδιο των Σκοπίων, προβληματίζουν αναφορικά με την αναγκαιότητα επιστροφής σε απλές, διαχρονικές, πατρογονικές αρχές κοινωνικής συνύπαρξης και εθνικής συνοχής.
Είναι ακόμη νωπά τα τραύματα, από τη σημαντική και ίσως ανεπανόρθωτη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την οποία άφησαν πίσω τους, οι μεγάλες πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού και πλέον οι πάντες προβληματίζονται για την αδυναμία της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας, πρωτίστως να σέβεται και ως εκ τούτου να προασπίζεται βασικά και στοιχειώδη αγαθά, όπως αυτά της ανθρώπινης ζωής και της ποιότητάς της, του περιβάλλοντος, της ιδιοκτησίας.
Η σύγχρονη Ελληνική κοινωνία, δια των προβεβλημένων εκπροσώπων της, στην προσπάθειά της να εισαγάγει νέες, προσωπικές και ελεγχόμενες μεθοδολογικά προσεγγίσεις του ιστορικού, κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, αναγόρευσε τον σύγχρονο Έλληνα σε αμέτοχο παρατηρητή των εξελίξεων, ανήμπορου να συμβάλει στη διαμόρφωση της ροής των εν γένει εξελίξεων, παρά μόνο δια της προσωπικής, εκ των υστέρων και ενίοτε εγωιστικής του αξιολόγησης των τετελεσμένων.
Στην περίεργη αυτή εποχή, φτάσαμε να ασχολούμαστε με την τύχη και την περιγραφή του φυλλώματος του δένδρου και απωλέσαμε το ίδιο το δένδρο, ως σύνολο. Αδιαφορώντας γι’ αυτό, ξεχάσαμε και πως είναι. Το ενδιαφέρον μας περιορίστηκε στα φύλλα και τους καρπούς του, χωρίς πλέον καν να υποψιαζόμαστε, ότι χωρίς δένδρο, δεν υφίστανται φύλλα, ούτε καρποί.
Το αυτό συμβαίνει και στη θεώρηση του σύγχρονου Έλληνα για την ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία και παράδοση, όπου πλέον κατά το μάλλον έχει διαμορφωθεί μία αίσθηση, κοινωνιολογικής-θρησκειολογικής προσέγγισης της Ευαγγελικής διδασκαλίας και όχι άδικα, καθότι στις μέρες μας εξέλιπε παντελώς η γνώση των πρωτογενών βασικών νόμων και αρχών της ανθρώπινης φύσης.
Δεν υπάρχει πιστεύω, ουδεμία αμφιβολία, ότι η ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να διαφοροποιηθεί από την παγκόσμια μάζα, τον οδηγεί σε μία χύδην ανατρεπτική αντιπαράθεση με βασικές διαχρονικές αξίες αιώνων, όσο επί τω πλείστον βιωματικές, οι οποίες οριοθετούσαν σε βασικές γραμμές τους απλούς κανόνες του αυτοπροσδιορισμού και της ανάπτυξης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αντιπαράθεση αυτή πλέον, έχει ξεφύγει από κάθε ιδεολογικό ή θρησκευτικό περίβλημα και έχει αναχθεί σε μία άκρατη, ατομική σοφιστική σκέψη η οποία ακριβώς επειδή δεν δύναται να αντιπαρατεθεί με διαχρονικές, απλές, βιωματικές και βασικές αξίες, προσανατολίζεται και αναγάγει ως τρόπο ζωής, τον προβληματισμό και την ενασχόληση με δευτερεύοντα, ασήμαντα διαχρονικά και ανούσια πράγματα και μάλιστα σε σημείο που τα τελευταία να καταδεικνύονται, ως μείζονα θέματα φιλοσοφικής και επιστημολογικής προσέγγισης και προβληματισμού. «o tempora o mores»!
Σε αυτό το θολό τοπίο είναι αναγκαία η ουσιαστική, ενεργή συμπαράσταση της Εκκλησίας προς το λαό και δη της Ορθοδόξου Ελλαδικής, για την οποία και γίνεται λόγος. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ορθοδόξου Ελλαδικής Εκκλησίας, έναντι των άλλων δογμάτων είναι μεγάλο. Και τούτο διότι η Ελληνική ορθόδοξη παράδοση, πέραν της αποστολής της, ως θεματοφύλακος των διαχρονικών αξιών της Χριστιανικής πίστης, διέπεται από μία πηγαία και γνήσια Θεανθρωποκεντρική θεώρηση της πίστης, η οποία γίνεται εύκολα αντιληπτή στη λειτουργική της παράδοση. Ο αείμνηστος καθηγητής της εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μ. Δασκαλόπουλος, επισημαίνει εύστοχα περί τα τέλη της δεκαετίας του 80: « Η διαφορά της φιλοσοφικής προσέγγισης της ορθοδόξου δογματικής, μεταξύ καθολικής και ορθοδόξου λατρείας, καταδεικνύεται προεξόχως στην λειτουργική τους και ιδία στην φραστική απόδοση αυτής και ως ένα εκ των πολλών παραδειγμάτων αναφέρεται η ανάλογη περιγραφή σε λατινικά και ελληνικά ενός εκ των χαρακτηρισμών της Θεότητος. «Lux aeternam» στην Ρωμαιοκαθολική παράδοση, «Φως ανέσπερο» στην ορθόδοξη Ελληνική. Ο ανθρώπινος και προδήλως αισιόδοξος χαρακτήρας της δεύτερης, υπερτερεί ψυχικά και φιλοσοφικά της πρώτης, ως λόγος ανθρώπινος και ελπιδοφόρος, καθότι το «αιώνιο φως» στην πρώτη περίπτωση, εκφέρεται και ως ψυχρό-καταδυναστευτικό, σε αντίθεση με τη γλαφυρή περιγραφή του φωτός που δεν δύει στην δεύτερη περίπτωση-με σαφή παραπομπή στην ημέρα-, κατ’ αντιστοιχία με την ανθρώπινη ζωή. Και είναι απόλυτα φυσικό καθότι η εκκλησιαστική παράδοσή μας εδράζεται και αποτελεί άρρηκτη συνέχεια της φιλοσοφικής παράδοσης και του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι κατ’ αρχάς έθεσαν τον άνθρωπο ως κέντρο του στοχασμού των, μία εκ των θεμελιωδών αναγκών του οποίου είναι και η ανάταση της ψυχής του προς το Θείο-βασική θέση της ορθοδόξου πίστεως και δογματικής-».
Παρά ταύτα, η εμφάνιση της Ελλαδικής Εκκλησίας σήμερα, εξ’ αιτίας μερίδος των αυτοπροβεβλημένων επικοινωνιακά στελεχών της και η εξ’ ορισμού ενεργή συμμετοχή της στο κοινωνικό γίγνεσθαι δια τινών εκπροσώπων κληρικών της, οι οποίοι θα μπορούσαν και όφειλαν να είναι μοχλός ανατάσεως της ψυχής των ανθρώπων προς το Θείο, είναι απογοητευτική και εμφανίζεται και αυτή να «νοσεί» την νόσο της εποχής, εμφανίζουσα τις ίδιες ανούσιες φιλοσοφικές, εγωιστικές προσωποπαγείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες και δεν συνάδουν με την αποστολή τους, αλλά έρχονται να ενισχύσουν την προσπάθεια απαξίωσης του θεσμού και την κοινωνιολογική του προσέγγιση, ως μη όφειλε.
«Ξύλινα λόγια», με σκοπό προβολής της εκφέρουσας προσωπικότητας και με κέντρο το υπέρμετρο «εγώ» σε βαθμό «αυτοΘεώσεως» και δογματικής παρεκτροπής, επικοινωνιακοί προγραμματισμοί και μελέτες – καταστάσεις πρωτόγνωρες για την φύση, την αποστολή και την παράδοση της Εκκλησίας-, σε σημείο που να διερωτάται κανείς, εάν ο Θείος Λόγος, χρήζει διαφημιστικής εκστρατείας και επικοινωνιακών μεθοδεύσεων, πολιτικές παρεμβάσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε άλλες εκκλησίες και φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, κοσμικές εκδηλώσεις και αναζητήσεις κάθε είδους κοσμικών συμμαχιών, αυτόκλητοι και ετερόκλητοι λαϊκοί παραστάτες και εκπρόσωποι, δελτία τύπου και τηλεοπτικά παράθυρα, δικαστικά και παραδικαστικά κυκλώματα, εισδοχή στο χώρο της Εκκλησίας κατά το δοκούν και σύμφωνα με τις ανάγκες των περιστάσεων, αρχών και κανόνων του κοσμικού διοικητικού κράτους, ενίοτε εκ διαμέτρου αντιθέτων με τον πνευματικό της χαρακτήρα, διοικητικοί, οικονομικοί και προσωπικοί δημόσιοι διαξιφισμοί και αντιπαραθέσεις, εισδοχή στον κλήρο απαίδευτων εκκλησιαστικά και θεολογικά ατόμων, σχέσεις και διασυνδέσεις με κάθε είδους οικονομικά, πολιτικά και δημοσιογραφικά συμφέροντα και άλλα παράδοξα της εποχής, μακράν απέχουν από την έννοια της «αποστολικής διαδοχής», κατά την οποία η αποστολή των κληρικών ήταν η διάδοση του Θείου Λόγου και όχι η προσωπική τους προβολή.
Τρανό παράδειγμα για τα ως άνω η πρόσφατη δημοσιότητα, σχετικά με την περιπέτεια της υγείας του Αρχιεπισκόπου, όπου οι πάντες πληροφορηθήκαμε τα διοικητικά, τα παρασκήνια και τις τάσεις που διαμορφώνονται στο διοικητικό οργανισμό της Εκκλησίας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχαμε αντίστοιχα πληροφορηθεί για την υγεία του αειμνήστου Ανδρέα Παπανδρέου. Όμως αυτό δεν συνάδει με την αποστολή της εκκλησίας.
Δεν εισφέρει η εκκλησία τίποτε στον σύγχρονο άνθρωπο με τα παραπάνω. Όταν ο μέσος Έλληνας σήμερα αγνοεί, όχι μόνο τις δέκα εντολές, αλλά αναρωτιέται και για τον αριθμό τους, όταν κάθε Τετάρτη και Παρασκευή κατακλύζεται η αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών, από αιτήσεις συναινετικών διαζυγίων, τα οποία αρκετές φορές υπερβαίνουν τον αριθμό των 150. Όταν τα βασικά κύτταρα του πολιτισμού μας, όπως η οικογένεια, η εθνική μας συνείδηση, η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με την θρησκευτική μας παράδοση και η ανθρωποκεντρική θεώρηση του πολιτισμού μας καταρρέουν, είναι ανούσιο να ασχολούμαστε με διοικητικά θέματα ή όψιμους κοινωνιολογικούς και φιλοσοφικούς ατομικούς στοχασμούς. Τίποτε δεν εισφέρει στο σύγχρονο Έλληνα π.χ., η γνώση του φιλοσοφικού-θεολογικού προσανατολισμού κληρικού για το επιτρεπτό ή όχι Θεολογικά της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπως παλαιότερα είχε προβληθεί από τηλεοπτικό κανάλι, όταν ο πρώτος παντελώς αγνοεί τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ του Μυστηρίου του γάμου και του θεσμού της οικογένειας, με μία «καταναλωτική - μίας χρήσης - σχέση». Πρέπει πλέον οι κληρικοί να ξεφύγουν από την Θέωση του εγώ τους και την συμπόρευσή τους με την κοινωνική παρακμή, να συνειδητοποιήσουν την αποστολή τους και απλά να σκύψουν πάνω από τον άνθρωπο και τα απλά προβλήματά του, όπως δύνανται και οφείλουν.
Είναι επιτέλους καιρός να ξανακουστούν στην εκκλησία, απλά λόγια, απευθυνόμενα στον άνθρωπο και την ανάγκη του για εσωτερική ανάταση, όπως αυτά που παλαιότερα ακούγονταν από τον Ιερέα στην εκκλησία του χωριού, τα οποία αρμόζουν και στην έννοια του έργου της Αποστολικής διαδοχής και όχι ακατάληπτες εγωιστικές μεγαλοστομίες….
Είναι επιπλέον και ανάγκη της εποχής μας, το μεγαλείο της λυρικής απλότητας και του βαθύτατου διαχρονικού μεγαλείου των αξιών της Ορθοδοξίας να στηρίξουν το λαό μας, ο οποίος το έχει πραγματικά ανάγκη, ο οποίος αποπροσανατολισμένος και ανερμάτιστος βουλιάζει στο πέλαγος της παγκοσμιοποίησης, καθότι διαρκώς απομακρύνεται και αποξενώνεται από βασικές αρχές, οι οποίες επί χιλιετίες τον στήριξαν και τον ανέδειξαν.